οπτάζομαι

From LSJ

διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing

Source

Greek Monolingual

ὀπτάζομαι (ΑΜ) [[[οπτός]] (Ι)]
γίνομαι ορατός, βλέπομαι («ὅστις ὀφθαλμοῖς κατ' ὀφθαλμοὺς ὀπτάζῃ, Κύριε», ΠΔ).