οπωροβόρος

Greek Monolingual

ὀπωροβόρος, -ον (Α)
αυτός που τρώει οπώρες, οπωροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. αιμοβόρος].