ορίγανο

Greek Monolingual

το (Α ὀρίγανον και ὀρείγανον και ὀρίγανος, ὁ, και ὀρίγανος, ή)
χειλανθές ποώδες αρωματικό φυτό με πικρή και δριμεία γεύση και με άνθη ροδόχροα το οποίο φύεται σε ξηρούς τόπους, η ρίγανη
αρχ.
φρ. α) «ὀρίγανος ἡ ἡρακλεωτική» — αρτυματική και μυρεψική πόα, η κατ' εξοχήν ρίγανη
β) «ὀρίγανον βλέπω» — κοιτάζω άγρια, βλοσυρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. αφρικανικής προέλευσης. Η άποψη κατά την οποία η λ. είναι σύνθ. < θ. ορι- / ορει- (< όρος
[II] «βουνό»)+ γάνος «στολίδι, κόσμημα» θεωρείται παρετυμολογική].