ορείχαλκος

Greek Monolingual

ο (Α ὀρείχαλκος)
μεταλλικό κράμα χαλκού και ψευδαργύρου το οποίο έχει χρώμα κίτρινο, λευκοκίτρινο ή υπέρυθρο, επιδέχεται στίλβωση και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για την κατασκευή διαφόρων σκευών, τεμαχίων μηχανών, όπλων και στη διακοσμητική, αλλ. μπρούντζος ψευδαργύρου
αρχ.
ως επίθ. ορειχάλκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + χαλκός. Πρόκειται για προσδιοριστικό σύνθ., που έχει σχηματιστεί κατά το πρότυπο τών σύνθ. με β' συνθετικό έναν ρηματ. τ. (πρβλ. ορει-βάτης κ.λπ.). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. orichalcum / aurichalcum) και στη συνέχεια οι ξένες γλώσσες. Η γρφ. της λ. και τών παραγώγων της (πρβλ. ορειχαλκίτης: aurichalcite) με -au- αντί -ο- οφείλεται στην παρετυμολ. σύνδεση με το λατ. aurum «χρυσός»].