ορθόφρων

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ ὀρθόφρων, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που σκέπτεται λογικά, συνετός, σώφρων
μσν.
ορθόδοξος
αρχ.
(κατά τον Φώτ.) «ἀνατεταμένος καὶ μετέωρος ταῖς φρεσίν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].