οσμόμετρο
Greek Monolingual
(I)
το
όργανο με το οποίο καταμετρείται η οξύτητα της οσφρήσεως, οσμοσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οσμή + μέτρο].
(II)
το
βλ. ωσμόμετρο.
(I)
το
όργανο με το οποίο καταμετρείται η οξύτητα της οσφρήσεως, οσμοσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οσμή + μέτρο].
(II)
το
βλ. ωσμόμετρο.