οστεογενής
Greek Monolingual
-ές (Α ὀστεογενής, -ές)
αυτός που διαπλάστηκε ή σύγκειται από οστά («οστεογενές σάρκωμα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀστεογενές
ονομασία του μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασογενής].