ουρανοκατέβατος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που είναι σαν να κατέβηκε από τον ουρανό, που ήλθε απροσδόκητα, ο ανέλπιστος
2. (κατ' επέκτ.) α) εξαίρετος, θαυμάσιος («ουρανοκατέβατη τύχη»)
β) ο εξαιρετικής ομορφιάς, ωραιότατος, πανώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + κατεβαίνω].