οφθαλμαπάτη

Greek Monolingual

η
η κατάσταση κατά την οποία βλέπει κάποιος πράγματι ανύπαρκτα ή διαφορετικά από τα υπάρχοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + απάτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αρ. Προβελέγιο].