ὀχλίζω (Α) όχλος1. κινώ με μοχλό, ανυψώνω, μετακινώ κάτι με μοχλό2. μέσ. ὀχλίζομαισυγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι3. φρ. «ὀχλίζω τὸ στόμα» — ανοίγω βίαια το στόμα, δηλ. αρχίζω να μιλώ με σφοδρότητα.