οἰοβουκόλος

English (LSJ)

οἰοβουκόλον, herdsman of one heifer, i.e. of 10, A.Supp.304.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait paître les brebis ou aux pâtres solitaires.
Étymologie: οἶς, βουκόλος ou οἶος, βουκόλος.

German (Pape)

allein, nur ein Rind weidend, Aesch. Suppl. 300, von Argos.

Russian (Dvoretsky)

οἰοβουκόλος: пасущий одну лишь телицу, т. е. Ἰώ (Ἄργος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰοβουκόλος: -ον, ὁ μιᾶς δαμάλεως βουκόλος, δηλ. τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 304.

Greek Monolingual

οἰοβουκόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (για τον Αργό που είχε την εντολή να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή αγελάδα («ποῖον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βουκόλος «βοσκός»].