οὐροδόχος
English (LSJ)
οὐροδόχον, holding urine, Gal. 8.373, 19.363, Sch.Ar.Ach.82.
German (Pape)
[Seite 419] den Urin aufnehmend, ἀγγεῖα, Schol. Ar. Ach. 82 u. Sp. Vgl. οὐρηδόχος.
Greek (Liddell-Scott)
οὐροδόχος: -ον, ὁ περιέχων ἢ δεχόμενος οὖρα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 108· οὐροδόχος κύστις Γαλην. ΙΙ, 239C.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ οὐροδόχος και οὐρηδόχος, -ον)
1. αυτός που περιέχει ή δέχεται τα ούρα
2. φρ. «ουροδόχος κύστη» — η κύστη μέσα στην οποία συγκεντρώνονται τα ούρα στα μεσοδιαστήματα τών ουρήσεων κατά την κάθοδό τους από τα νεφρά προτού εκχυθούν από την ουρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόχος].