πάνθηλυς
English (LSJ)
εος, ὁ, quite effeminate, of Dionysus, EM277.3.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πάνθηλυς: υ, ὁ ὅλως θῆλυς, ὁ ἐντελῶς ἐκτεθηλυμμένος, «Διονῦς ὁ γυναικίας καὶ πάνθηλυς» Ἐτυμολ. Μέγ. 277, 3.
Greek Monolingual
-ήλεος, ό, Α
(για τον Διόνυσο) εντελώς εκτεθηλυμμένος, τελείως θηλυπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θῆλυς (πρβλ. ημίθηλυς)].