γυναικίας Search Google

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικίας Medium diacritics: γυναικίας Low diacritics: γυναικίας Capitals: ΓΥΝΑΙΚΙΑΣ
Transliteration A: gynaikías Transliteration B: gynaikias Transliteration C: gynaikias Beta Code: gunaiki/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, = γύννις, weakling, Eup.124 (dub.), Luc.Pisc.31, Lib.Or.64.64.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ marica, afeminado ὑποκριτὴς ... μαλθακὸς ... καὶ γ. Luc.Pisc.31, δήσαντες ... τοὺς γυναικίας ἦγον ὀπίσω Luc.Asin.41, οὐκ ... γυναιξὶ προσέχων τὸν νοῦν ἀνεφάνη γ. Lib.Or.64.64, γ. καὶ κίναιδος κωμῳδεῖται de Cleócrito, Did.CP 14.34, cf. Hdn.Epim.18, Sud.s.u. Κλεόκριτος, Sch.Ar.Au.877, EM 277.3G., Eust.1132.32
cobarde Eust.1261.60.

German (Pape)

[Seite 510] ὁ, Weichling, Luc. Pisc. 31 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
homme efféminé.
Étymologie: γυνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναικίας -ου, ὁ [γυνή] verwijfde man.

Russian (Dvoretsky)

γῠναικίας: ου ὁ Luc. = γύννις.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικίας: -ου, ὁ,=γύννις, ἐκτεθηλυμμένος, ἀδύνατος ἄνθρωπος, Λουκ. Ἁλ. 31.

Greek Monolingual

γυναικίας, ο (AM)
γυναικωτός, θηλυπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -ίᾱς, επίθημα χαρακτηριστικό παρωνυμίων (πρβλ. νεανίας)].

Greek Monotonic

γῠναικίας: -ου, ὁ = γύννις, εκθηλυσμένο, ασθενικό πλάσμα, σε Λουκ.

Middle Liddell

= γύννις,]
a weakling, Luc.

Translations