πάπλωμα

Greek Monolingual

το
είδος χειμερινού κλινοσκεπάσματος που είναι γεμισμένο με βαμβάκι, μαλλί, πούπουλα ή άλλη μαλακή ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλωμα «περικάλυμμα», με επίδραση του ἅπλωμα.