πάρτι

Greek Monolingual

το
άκλ. συγκέντρωση γνωστών και φίλων για διασκέδαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. party < παλαιότερο αγγλ. partie «μερίδιο, μέρος» < αρχ. γαλλ. partie, θηλ. της μτχ. του ρ. partir «μοιράζω»].