πάσμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A sprinkling, ἅλμης πάσμασι σῶμα λιπάνας Axionic. 4.9.
2 Medic., powder, Posidon. ap. Aët.6.21, Alex. Trall.12.
II = πεῖσμα, leaf-stalk, also, flock of wool, Hsch.
III dub. sens. in Ostr.Bodl.i306 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 531] τό, 1) = πεῖσμα, Feigenstiel, Hesych. – 2) bei den Medic. das Aufgelegte, Pflaster, vgl. Axionic. bei Ath. VIII, 342 b.
Greek (Liddell-Scott)
πάσμα: τό, τὸ ἐπιπασσόμενον, πασπάλισμα, ἅλμης πάσμασι σῶμα λιπάνας Ἀξιόνικος ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 9. ΙΙ. ἔμπλαστορν, Ἀλέξ. Τράλλ. 11. 629.
Greek Monolingual
(I)
τὸ, ΜΑ πάσσω
μσν.
επίθεμα
αρχ.
1. αυτό που πασπαλίζεται
2. (στην ιατρ.) ειδική σκόνη.
(II)
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) μίσχος, κοτσάνι
β) κουβάρι μαλλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας πενθ- του πεῖσμα (II)].