πάσσον

English (LSJ)

τό, = Lat. vinum passum, raisin wine, Plb.6.11a.4.

Greek Monolingual

το, ή πάσσος, ὁ, Α
οίνος από ξηρά σταφύλια, από σταφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. (vinum) passum «οίνος από σταφίδα» (< uva passa «σταφύλι αποξηραμένο στον ήλιο, σταφίδα» < μτχ. passus, -a, um του pando «εκτείνω»)].