πέσιμο
Greek Monolingual
το / πέσιμον, ΝΜ
πτώση
νεοελλ.
(για οικον. αξίες) μείωση, ελάττωση («το πέσιμο τών μετοχών αναστάτωσε το χρηματιστήριο»)
μσν.
(για στρατεύματα) συγκέντρωση, συρροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ- του αόρ. έ-πεσ-α του πέφτω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].