πέτηλος
English (LSJ)
η, ον,
A outspread, stretched, ἐπὶ σκελέεσσι πέτηλον (acc. to others flying) Arat.271.
II full-grown, μόσχοι Ath.9.376b (expld. ἀπὸ τῶν κεράτων ὅταν αὐτὰ ἐκπέταλα ἔχωσι), cf. Hsch. s.v. βοῦς π. (-ηνός cod.).
German (Pape)
[Seite 605] ion. statt πέταλος, hingebreitet, -gestreckt, bes. sp. D.; ἐπὶ σκελέεσσι πέτηλον, auf seinen Füßen ruhend, knieend, Arat. 271.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πέταλος.
Greek (Liddell-Scott)
πέτηλος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ πέταλος, ἐκτεταμένος, τεντωμένος, ἐπὶ σκελέεσσι πέτηλον (κατ’ ἄλλους = πετόμενον) Ἄρατ. 271.
Greek Monolingual
-ήλη, -ον και πέταλος, -άλη, -ον, Α
1. εκτεταμένος, απλωμένος
2. μεγάλος, αυτός που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πετᾱ- του πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω» + επίθημα -λος (πρβλ. έκ-η-λος, κίβδ-η-λος)].