παγωτό

Greek Monolingual

το
δροσιστικό γλύκισμα το οποίο παρασκευάζεται με τεχνητή ψύξη μιγμάτων από γάλα, ζάχαρη, χυμούς φρούτων ή σοκολάτα και αβγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + κατάλ. -ωτό κατά το αμυγδαλ-ωτό].