ο1. παλιός και έμπειρος πολεμιστής2. μτφ. έμπειρος, επιδέξιος σε οποιονδήποτε τομέα επιστήμης ή τέχνης, βετεράνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + -μαχος (< μάχομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].