παλινδρόμηση
Greek Monolingual
η (Μ παλινδρόμησις) παλινδρομώ
η πορεία, η κίνηση προς τα εμπρός και προς τα πίσω εναλλάξ, υποστροφή, αλλ. παλινδρομία
νεοελλ.
1. (ιατρ.-φυσιολ.) η επάνοδος ενός οργάνου στο αρχικό του μέγεθος, όπως λ.χ. του θύμου αδένα μετά την ήβη, των γυναικείων γεννητικών οργάνων μετά την εμμηνόπαυση, της μήτρας μετά τον τοκετό, ή και ολόκληρου του οργανισμού, όπως συμβαίνει κατά το γήρας
2. τεχνολ. η παλινδρομική κίνηση.