παλινδρομώ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
Greek Monolingual
(ΑΜ παλινδρομῶ, -έω) παλίνδρομος
νεοελλ.
1. τρέχω ή κινούμαι προς τα εμπρός και προς τα πίσω, κινούμαι εναλλάξ προς μία και προς την αντίθετη φορά
2. αλλάζω γνώμη ή στάση, είμαι άστατος
μσν.
(για ακόντιο που ρίχνεται κατά της ασπίδας) τινάζομαι πίσω
μσν.-αρχ.
μτφ. πέφτω πάλι πάνω σε κάποιον, επαναπίπτω («παλινδρομήσαντα πρὸς τὰς Καρχηδονίων ἐλπίδας», Πολ.)
αρχ.
1. επανέρχομαι, επιστρέφω («παλινδρομεῖν ἐς ταὐτά», Αρετ.)
2. επαναφέρω («τῶν δὲ πλοίων... τὰ μέν... διεφθάρη, τὰ δ' ἐπαλινδρόμησεν εἰς τὴν Γάζαν», Διόδ.)
3. (για απόστημα) υποχωρώ χωρίς να ωριμάσω, κατακάθομαι
4. υποτροπιάζω
5. φρ. α) «παλινδρομῶν σφυγμός» — περιοδικός σφυγμός
β) «βλασφημία παλινδρομοῦσα» — ύβρη που επανέρχεται σε αυτόν που την εκστομίζει.