παλληκαριά

Greek Monolingual

και παληκαριά και παλικαριά, η παλληκάρι
1. η ιδιότητα του παληκαριού, γενναιότητα, ανδρεία
2. γενναία πράξη, ανδραγάθημα, κατόρθωμα
3. στον πληθ. οι παληκαριές
πράξεις που έχουν σκοπό την επίδειξη ανδρείας, παληκαρισμοί.