παμμήτειρα

English (LSJ)

ἡ, = παμμήτωρ, h.Hom.30.1, AP5.164 (Mel.), v.l. in Orph.Fr.168.27.

German (Pape)

[Seite 453] ἡ, = παμμήτωρ; H. h. 30, 1; θεῶν, Mel. 102 (V, 165); Opp. Hal. 1, 414.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμμήτειρα -ας, ἡ [πᾶς, μήτηρ] moeder van alles.

Russian (Dvoretsky)

παμμήτειρα: ἡ HH, Anth. = παμμήτωρ.

Greek Monolingual

παμμήτειρα, ἡ (Α)
παμμήτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μήτειρα (< μήτηρ)].

Greek Monotonic

παμμήτειρα: ἡ, = παμμήτωρ, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

παμμήτειρα: ἡ, = παμμήτωρ, Ὁμ. Ὕμν. 30. 1, Ἀνθ. Π. 5. 165, κτλ.

Middle Liddell

παμμήτειρα, ἡ, = παμμήτωρ, Hhymn., Anth.]