παμπάλαιος

English (LSJ)

[ᾰλ], ον very old, Pl.Tht.181b, Arist.Metaph.1074b1, cj. in ib.983b28; opp. καινός, Plu.Cat.Ma.1.

German (Pape)

[Seite 454] ganz, sehr alt; ἄνδρες, Plat. Theaet. 184 b; Arist. Metaph. 1, 3 u. öfter, u. Sp., wie Ep. ad. (Anth. 393).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait ancien.
Étymologie: πᾶν, παλαιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμπάλαιος -ον [πᾶς, παλαιός] stokoud, van zeer lang geleden.

Russian (Dvoretsky)

παμπάλαιος: древнейший, чрезвычайно старый Plat., Arst., Plut.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ παμπάλαιος, -ον)
πάρα πολύ παλιός, παλαιότατος, αρχαιότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + παλαιός.

Greek Monotonic

παμπάλαιος: -ον, εξαιρετικά παλιός, σε Πλάτ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

παμπάλαιος: -ον, πάνυ παλαιός, παλαίτατος, Πλάτ. Θεαίτ. 181Β, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 6· ἀντίθετ. τῷ καινός, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 1.

Middle Liddell

παμ-πάλαιος, ον,
very old, Plat., etc.