πανάθεστος

English (LSJ)

πανάθεστον, (θέσσασθαι) quite inexorable, Hsch. (παναίθετος cod.).

German (Pape)

[Seite 456] ganz unerbittlich, πάντα ἀπαραίτητος, Hesych., wo aber παναίθετος verschrieben ist.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάθεστος: -ον, (θέσασθαι) ὅλως ἀδυσώπητος, «πάντῃ ἀπαραίτητος» Ἡσύχ.· Κῶδ. παναίθετος.

Greek Monolingual

πανάθεστος, -ον (Α)
εντελώς αδυσώπητος, απηνέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄθέστος «σκληρός, άτεγκτος»].