πανελεήμων

English (LSJ)

πανελεήμον, gen. ονος, all-merciful, Θεός Mitteis Chr.361.8 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 459] ον, ganz barmherzig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πανελεήμων: ὁ, ἡ, ὁ πλήρης ἐλέους, πανοικτίρμων, Ἰω. Χρυσ. τ. 3. 553.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως επίθετο του Θεού) γεμάτος έλεος, ευσπλαχνικός, επιεικής προς όλους («τοῦ πανελεήμονος Θεοῦ», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἐλεήμων.