παράθραυμα

English (LSJ)

-ατος, τό, anything broken off, fragment, in plural, Ar. Fr.366 (v.l. παράθραυσμα).

Greek Monolingual

και, κατά δ. αναγν., παράθραυσμα, τὸ, Α παραθραύω
θραύσμα από κάτι.