παραθραύω
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
A break, smash, of ships and pottery, Dialex. 1 (Pass.).
II break off, metaph., τὴν εἰρήνην ψηφίσματι πολέμου π. Demad.44; ὀλίγον τοῦ λόγου Gal.4.623, cf. 9.931; infringe, violate, τὸ δίκαιον Porph.Abst.3.1:—so in Pass., παρατεθραυμένος (v.l. παρατεθραυσμένος) Pl.Lg.757e.
German (Pape)
[Seite 479] (s. θραύω), daneben od. dabei abbrechen, Sp.; übertr., τὸ ἐπ ιεικὲς καὶ ξύγγνωμον τοῦ τελέου καὶ ἀκριβοῦς παρὰ δίκην τὴν ὀρθήν ἐστι παρατεθραυσμένον, v.l. παρατεθραυμένον, abgebrochen, geschwächt, Plat. Legg. VI, 757 e. – Suid. erkl. παραθραύοντες auch intr. ταλαιπωροῦντες.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-θραύω afbreken; overdr., pass.: τὸ ἐπιεικές... τοῦ τελέου... ἐστιν παρατεθραυμένον redelijkheid is een inbreuk op volmaaktheid Plat. Lg. 757e.
Russian (Dvoretsky)
παραθραύω: отламывать, отбивать: παρατεθραυ(σ)μένος Plat. потерпевший ущерб.
Greek (Liddell-Scott)
παραθραύω: θραύων, ἀποσπῶ μέρος ἀπό τινος, Γαλην., κλ.· - μεταφορ. ἐν τῷ παθ., παρατεθραυσμένος (ἢ -αυμένος), Λατ. infractus, Πλάτ. Νόμ. 757Β.
Greek Monolingual
Α
1. σπάζω κομμάτι από κάτι
2. μτφ. α) ακρωτηριάζω, κολοβώνω («παραθραύειν ὀλίγον τοῦ λόγου», Γαλ.)
β) καταστρέφω, κομματιάζω («παραθραύειν τὸ δίκαιον», Πορφ.).