παραίσθηση
Greek Monolingual
η / παραίσθησις, -ήσεως, ΝΑ παραισθάνομαι
νεοελλ.
1. (ψυχιατρ.) εσφαλμένη ερμηνεία ενός αισθητηριακού δεδομένου, λ.χ. οπτικού, ακουστικού, απτικού κ.ά., που εμφανίζεται κυρίως σε βλάβες του φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων
2. φρ. α) «οπτικές παραισθήσεις»
(ψυχιατρ.) παραισθήσεις που αφορούν στη μορφή, στο περίγραμμα, στις διαστάσεις, στον αριθμό ή στην κίνηση πραγμάτων και προσώπων, αλλ. μεταμορφοψίες
β) «ακουστικές παραισθήσεις»
(ψυχιατρ.) παραισθήσεις κατά τις οποίες οι ήχοι μεταβάλλονται, φαίνονται ισχυρότεροι και πλησιέστεροι ή, αντίθετα, ασθενέστεροι και απομακρυσμένοι ή αλλάζουν ο τόνος και η χροιά τους
αρχ.
ψευδής αντίληψη, απάτη τών αισθήσεων.