παραβαρύνω

Greek Monolingual

και παραβαραίνω
1. βαραίνω, φορτώνω κάτι πάρα πολύ, παραφορτώνω
2. προκαλώ μεγάλη ενόχληση σε κάποιον
3. (αμτβ.) α) αυξάνομαι υπερβολικά σε βάρος
β) γίνομαι δυσκίνητος ή καταπέφτω.