καταπέφτω
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
Greek Monolingual
και καταπίπτω (AM καταπίπτω, Μ και καταπέφτω)
1. πέφτω καταγής με ορμή («κατέπεσε από τον τρίτο όροφο»)
2. πέφτω κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι («πολλά σπίτια κατέπεσαν από τον σεισμό»)
νεοελλ.
1. μτφ. (για άνεμο, θύελλα, οργή κ.λπ.) ελαττώνομαι, λιγοστεύω, κατευνάζομαι, κοπάζω εντελώς («κατέπεσε η τρικυμία»)
2. (για πρόσ.) καταβάλλομαι, εξαντλούμαι, χάνω τις δυνάμεις μου («κατέπεσε πολύ ο παππούς από τα χρόνια»)
μσν.
1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
2. πολιορκώ
3. πλησιάζω κάποιον με επιμονή, τον «πολιορκώ»
4. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταλήγω
5. πέφτω πάνω σε κάτι
6. πέφτω στο δάπεδο, πλαγιάζω για ύπνο
αρχ.
1. μτφ. χάνω το θάρρος μου, πέφτει το ηθικό μου, το φρόνημά μου
2. κατέρχομαι ηθικώς, καταντώ («κατέπεσεν εἰς ἀπιστίαν», Πλάτ.)
3. πάσχω από επιληψία
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπεπτωκώς, -υῖα, -ός
αχρείος, εξευτελισμένος
5. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ καταπίπτοντα
τα τυχαία συμβάντα.