παραβόλως

French (Bailly abrégé)

adv.
audacieusement, témérairement.
Étymologie: παράβολος.

Russian (Dvoretsky)

παραβόλως:
1 смело, отважно (πλεῖν Men.; ἀγωνίζεσθαι Plut.);
2 неожиданно, врасплох (π. καὶ ἀνελπίστως Polyb.).