παραγραμματίζω
English (LSJ)
= παραγραμματεύω (alter by changing a letter, make an alliterative pun on), D.L.3.26.
II emend a reading by change of letters, miswrite Str. 1.2.34.
German (Pape)
[Seite 474] verändern, indem man einen Buchstaben statt eines andern setzt, Strab. 1, 2, 34; ein Paragramm machen, Schol. Ar. Nubb. 31 u. Ran. 432 u. Sp.; auch τινά, Einen durch ein solches Spiel mit Buchstabenumstellung verspotten, Diog. L. 3, 26.
Russian (Dvoretsky)
παραγραμμᾰτίζω: искажать путем перестановки или замены букв имени (π. τινά Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
παραγραμμᾰτίζω: ἀλλοιῶ λέξιν διὰ τῆς μεταβολῆς γράμματος, ὅθεν ποιῶ λογοπαίγιον παρὰ γράμμα ἐπί τινος ὀνόματος, ὡς ἀνέπλασσε Πλάτων πεπλασμένα θαύματα εἰδὼς Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 3. 26· τοιαῦτα λογοπαίγνια ἐκαλοῦντο τὰ παρὰ γράμμα σκώμματα (Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 6), ὡς κόλαξ ἀντὶ κόραξ, Ἀριστ. Σφ. 45· Κλωπίδαι ἀντὶ Κρωπίδαι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 79· πολυπενθὴς ἀντὶβενθής, Εὐστ. 130. 14 Caldius Biberius Mero ἀντὶ Claudius Tiberius Nero, Suet. Tib. 42· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 31, Βατρ. 432, Κικ. Fam. 7. 32, 2. II. διορθῶ γραφήν τινα τοῦ κειμένου μεταβάλλων γράμματά τινα, Στράβ. 41.
Greek Monolingual
ΝΑ
μεταβάλλω λέξη με την αντικατάσταση γράμματος ή γραμμάτων κάνοντας έτσι λογοπαίγνιο, όπως λ.χ. κόλαξ αντί κόραξ
αρχ.
διορθώνω τη γραφή κειμένου εναλλάσσοντας τα γράμματα ή αντικαθιστώντας ορισμένα από αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + γράμμα, -ατος, + κατάλ. -ίζω].