[Seite 476] (s. διδράσκω), vorbeilaufen, Sp.
παραδῐδράσκω: παρατρέχω, ἐκφεύγω, Ἰω. Φιλόπονος περὶ Κοσμοποιΐας 67. 2.
Μεκφεύγω, διαφεύγω, δραπετεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + διδράσκω «δραπετεύω»].