Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εκφεύγω

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

και ξεφεύγω (AM ἐκφεύγω)
φεύγω έξω ή μακριά, ξεφεύγω, διαφεύγω
μσν.
1. (μτβ.) αποφεύγω κάποιον ή κάτι
2. απομακρύνομαι από κάποιον
2. (αμτβ.) τρέπομαι σε φυγή
3. πηγαίνω με το μέρος κάποιου καταφεύγοντας κοντά του
4. (για ρούχο) φτάνω
μσν.-αρχ.
απομακρύνομαι
αρχ.
1. (για κατηγορούμενο) απαλλάσσομαι από την κατηγορία, αθωώνομαι
2. διαφεύγω τον θάνατο που με απειλεί εξαιτίας κάποιου κινδύνου
3. βρίσκομαι πέρα από ένα όριο, έχω ξεφύγει
4. δεν γίνομαι αντιληπτός από τις αισθήσεις ή τη νόηση
5. είμαι απαλλαγμένος, ελεύθερος από κάτι
6. λείπω, παραλείπω
7. αστρον. (για αστέρες) γίνομαι ορατός, αναφαίνομαι.