εκφεύγω
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
και ξεφεύγω (AM ἐκφεύγω)
φεύγω έξω ή μακριά, ξεφεύγω, διαφεύγω
μσν.
1. (μτβ.) αποφεύγω κάποιον ή κάτι
2. απομακρύνομαι από κάποιον
2. (αμτβ.) τρέπομαι σε φυγή
3. πηγαίνω με το μέρος κάποιου καταφεύγοντας κοντά του
4. (για ρούχο) φτάνω
μσν.-αρχ.
απομακρύνομαι
αρχ.
1. (για κατηγορούμενο) απαλλάσσομαι από την κατηγορία, αθωώνομαι
2. διαφεύγω τον θάνατο που με απειλεί εξαιτίας κάποιου κινδύνου
3. βρίσκομαι πέρα από ένα όριο, έχω ξεφύγει
4. δεν γίνομαι αντιληπτός από τις αισθήσεις ή τη νόηση
5. είμαι απαλλαγμένος, ελεύθερος από κάτι
6. λείπω, παραλείπω
7. αστρον. (για αστέρες) γίνομαι ορατός, αναφαίνομαι.