παραδοσιακός

Greek Monolingual

-ή, -ό
σύμφωνος με τα πρότυπα που καθιερώθηκαν από την παράδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδοση + κατάλ. -ιακός (πρβλ. ζοχαδιακός)].