παραινετήρ
English (LSJ)
παραινετῆρος, ὁ, encourager, adviser, Ath.1.14b.
German (Pape)
[Seite 479] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Ath. I, 14 b.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
1. άτομο που εκφέρει γνώμη για ένα ζήτημα ή άτομο που δίνει συμβουλές
2. αυτός που ενθαρύνει, που εμψυχώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραινῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. διαιρετήρ)].