παραλληλίζω

English (LSJ)

place side by side, λέξεις ἰσοδυνάμους Id.437.29, cf. 1539.58.

German (Pape)

[Seite 488] neben einander od. gegen einander über stellen, auch vergleichen, Sp., bes. Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

παραλληλίζω: ἐπὶ παραθέσεως, ἤτοι συγκρίσεως, τίθημι δύο πράγματα ἐγγὺς ἀλλήλων καὶ συγκρίνω αὐτά, Εὐστ. 505. 43, κτλ.

Greek Monolingual

ΝΜ παράλληλος
θέτω, τοποθετώ πράγματα κατά τρόπο ώστε να είναι παράλληλα μεταξύ τους
νεοελλ.
1. μτφ. παραβάλλω δύο ή περισσότερα πράγματα προκειμένου να εντοπίσω τις μεταξύ τους ομοιότητες ή διαφορές, συγκρίνω
2. παρομοιάζω
3. γεωγρ. προσανατολίζω χάρτη.