προσανατολίζω
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
Greek Monolingual
Ν
1. στρέφω κάτι προς την ανατολή
2. στρέφω, κατευθύνω κάτι προς ένα ορισμένο σημείο του ορίζοντα
3. συντελώ ώστε να λάβει κανείς τη σωστή κατεύθυνση
4. μτφ. κατατοπίζω κάποιον σχετικά με ένα ζήτημα, καθιστώ κάποιον ενήμερο
5. μέσ. προσανατολίζομαι
α) εντοπίζω τα σημεία του ορίζοντα του τόπου όπου βρίσκομαι, διαπιστώνω τη θέση μου μέσα στον χώρο
β) μτφ. στρέφω τις σκέψεις ή τις προσπάθειές μου σε ορισμένη κατεύθυνση («προσανατολίζομαι να αρχίσω μεταπτυχιακές σπουδές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ανατολή + κατάλ. -ίζω. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. orienter < orient «ανατολή», και μαρτυρείται από το 1843 στον Κωνσταντίνο Ασώπιο].