παραμικρός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. πάρα πολύ μικρός, ελάχιστος («ο παραμικρός θόρυβος τον ενοχλεί»)
2. (για πρόσ.) ο πολύ νεαρός («δεν σού είπα εγώ, παιδάκι μου, παραμικρός παντρέψου», δημ. τραγούδι)
3. το ουδ. ως ουσ. το παραμικρό
η ελάχιστη αιτία
4. φρ. «με το παραμικρό» — με την ελάχιστη αιτία, με το τίποτε, χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος («είναι πολύ ευέξαπτος και με το παραμικρό συγχύζεται»).