παρανέμω

English (LSJ)

pasture beside or near, Ael.NA1.20:—Med., dwell by or near, Lyd.Mag.1.50.

German (Pape)

[Seite 491] (s. νέμω), daneben weiden, Ael. H. A. 1, 20.

French (Bailly abrégé)

paître auprès.
Étymologie: παρά, νέμω.

Greek (Liddell-Scott)

παρανέμω: βόσκομαι πλησίον, Αἰλ. περὶ Ζ. 1. 20. -Μέσ., κατοικῶ πλησίον, παραπλεύρως, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 1. 50.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
διανέμω, μοιράζω
αρχ.
1. νέμω, βόσκω κοντά σε κάποιον άλλο
2. μέσ. παρανέμομαι
κατοικώ δίπλα σε κάποιον, γειτονεύω με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νέμω «βόσκω», αλλά και «διαμοιράζω»].