παρασπασμός

English (LSJ)

ὁ, drawing sideways, (μήτρας) Placit.5.13.1, cf. Aët.16.72.

German (Pape)

[Seite 499] ὁ, das Verzichen, Plut.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
traction de côté.
Étymologie: παρασπάω.

Russian (Dvoretsky)

παρασπασμός:оттянутость, смещенность (sc. τῆς μήτρας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παρασπασμός: ὁ, τὸ ἀποσπᾶν τι πλαγίως, ἀφαιρεῖν, Πλούτ. 2. 906F.

Greek Monolingual

ὁ, Α παρασπώ
πλάγια απόσπαση ή αφαίρεση.