παρασπονδώ

Greek Monolingual

παρασπονδῶ, -έω, ΝΑ παράσπονδος
παραβαίνω, παραβιάζω συνθήκες, αθετώ συμφωνία
αρχ.
1. καταπατώ συνήθειες και έθιμα
2. προδίδω την πίστη που οφείλω σε κάποιον
3. (σχετικά με λατρευτικά είδωλα) βλασφημώ, προσβάλλω
4. φρ. «παρασπονδῶ πίστεις (δεξιάς)» — παραβιάζω υποσχέσεις που επισφραγίστηκαν με όρκο (Διον. Αλ.)
5. (κατά τον Ησύχ.) «παρεσπονδημένοι
έκθεσμοι, παρηνομημένοι».