παρασύνθεση

Greek Monolingual

η / παρασύνθεσις, ΝΑ
νεοελλ.
η παραγωγή, ο σχηματισμός λέξεως από άλλη σύνθετη λέξη
αρχ.
η σύνθεση προθέσεως με ρήμα που αρχίζει από φωνήεν.