παρεκλέγω
English (LSJ)
A collect covertly, π. τὰ κοινά embezzle the public moneys, D.19.294, cf.Ph.2.575, D.C.54.21, 76.7.
2 of birds, collect food here and there, ὅ τι ἂν τύχῃ παρεκλέγων Ael.NA8.25, cf.17.16.
3 seek to acquire, τὸ τῆς δόξης ἀθάνατον Eun.Hist.p.251 D.
German (Pape)
[Seite 513] (s. λέγω), heimlich einsammeln, τὰ κοινά, die Staatseinkünfte heimlich einsammeln und für sich selbst gebrauchen, Dem. 19, 294; vgl. von Sp. D. Cass. 54, 21. 76, 7; auch von Vögeln, Futter einsammeln, Ael. H. A. 8, 25 u. sonst bei Sp.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εκλέγω verduisteren:. τὰ κοινά de staatsinkomsten Dem. 19.294.
Russian (Dvoretsky)
παρεκλέγω: прибирать к рукам, тайком захватывать (τὰ κοινά Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
παρεκλέγω: κρυφίως συλλέγω, π. τὰ κοινά, ἰδιοποιοῦμαι, σφετερίζομαι τὰ δημόσια χρήματα, Δημ. 435. 21, πρβλ. Δίωνα Κ. 54. 21., 76. 7. 2) ἐπὶ πτηνῶν, συλλέγω τροφὴν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὅ τι ἂν τύχῃ παρεκλέγων Αἰλ. π. Ζ. 8. 25, πρβλ. 17. 16. 33) προτιμῶ, Εὐναπ. Ἱστ. 85. 12.
Greek Monolingual
Α
1. κρυφά συλλέγω ή εισπράττω προς ίδιον όφελος («εἶναί τινα καὶ κλέπτην καὶ παρεκλέγοντα τὰ κοινά», Δημοσθ.
ιδιοποιείται, σφετερίζεται τα δημόσια χρήματα)
2. (για πτηνά) συλλέγω τροφή εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκλέγω (Ι) «διαλέγω, ξεχωρίζω, συλλέγω»].
Greek Monotonic
παρεκλέγω: μέλ. -ξω, συγκεντρώνω κρυφά, παρεκλέγω τὰ κοινά, υπεξαιρώ δημόσιο χρήμα, το οικειοποιούμαι, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. ξω
to collect covertly, π. τὰ κοινά to embezzle the public moneys, Dem.