παρεκνεύω

English (LSJ)

diverge from the road, Eust.891.11.

German (Pape)

[Seite 513] ausbiegen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκνεύω: παρεκκλίνω, κλίνω εἰς τὰ πλάγια, ἐξέρχομαι τῆς ὁδοῦ, Εὐστ. 891. 11, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

Μ
1. παρεκκλίνω, κλίνω στα πλάγια
2. βγαίνω από τον δρόμο, αποκλίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκνεύω «παρεκκλίνω, ξεφεύγω»].