παρεκτρέχω

English (LSJ)

A run out past, in aor. part. -δραμόντες Plu.Flam.8.
II metaph., παρεκδεδραμηκότα παρὰ τὰς εὐθείας forms derived from the nominative, A.D.Adv. 171.25; of the outcome of astrological influences, Vett. Val.185.2.

German (Pape)

[Seite 514] (τρέχω), daneben, darüber hinaus-, vorbeilaufen, τοὺς μαχομένους παρεκδραμόντες ἐκ πλαγίων ἔκτεινον, Plut. Flam. 8.

French (Bailly abrégé)

s'élancer en courant au delà de.
Étymologie: παρά, ἐκτρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εκτρέχω voorbijrennen.

Russian (Dvoretsky)

παρεκτρέχω: (aor. παρεξέδραμον) бежать мимо, пробегать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτρέχω: ἐκτρέχων παρέρχομαι, Πλουτ. Φλαμ. 8. ΙΙ. τρέχω ἔξω ἢ πλησίον τινός, τῆς ὁδοῦ Κλήμ. Ἁλ. 565.

Greek Monolingual

Α εκτρέχω
1. περνώ τρέχοντας, τρέχω και προχωρώ κοντά ή πλάι σε κάτι
2. (για αστρολογικές επιδράσεις) απορρέω.

Greek Monotonic

παρεκτρέχω: μέλ. -δραμοῦμαι, παρέρχομαι, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -δραμοῦμαι
to run out past, Plut.